- πίθου
- πείθωpersuadeaor ind mid 2nd sg (attic epic doric)πίθοςlarge wine-jarmasc gen sgπιθόωpres imperat act 2nd sgπιθόωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πιθοῦ — πείθω persuade aor imperat mid 2nd sg (attic) πιθέω persuade pres imperat mp 2nd sg (attic) πιθόω pres imperat mp 2nd sg πιθόω imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λεμεσού (Κύπρου), Επαρχιακό — Το μουσείο, που χτίστηκε το 1975 (Κάνιγγος & Βύρωνος, Λεμεσός), εκτός από ευρήματα από τους σημαντικούς αρχαίους οικισμούς της Αμαθούντος, ανατολικά, και του Κουρίου, δυτικά της Λεμεσού, περιλαμβάνει ευρήματα από περίπου τριάντα άλλους… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Τήνου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Τήνου ιδρύθηκε το 1960, με τη φροντίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Βρίσκεται στη Χώρα, στο δρόμο που οδηγεί στο ναό της Παναγίας. Αξίζει τον κόπο να το συμπεριλάβετε στην περιήγησή σας στην πόλη, αφού εδώ θα δείτε… … Dictionary of Greek
подъ — ПОД|Ъ1 (1*), ОУ с. Зд. Нижняя часть, подошва горы: симъ же бѧше. полкомъ нѣлзѣ битисѧ. с ними тѣсноты ради. зане бѧхѹ болота пришли. но ѡли на подъ горы. ЛИ ок. 1425, 116 об. (1144). ПОДЪ 2 (940) предл. I. С вин. пад. 1.Употребляется при указании … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πίθος — I Δήμος της αρχαίας Αττικής, που πιθανόν να βρισκόταν κοντά στην Κηφισιά. Ο δημότης του ονομαζόταν Πιθεύς ή Πιθεεύς. II Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ.), στην πρώην επαρχία Κερκύρας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Θιναλείου … Dictionary of Greek
πιθίας — και δ. γρφ. πιθείας, ὁ, Α κομήτης με σχήμα πίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθος «πιθάρι» + επίθημα ιας (πρβλ. οροφ ίας)] … Dictionary of Greek
πιθίτης — ὁ, Α 1. αυτός που έχει σχήμα πίθου 2. φρ. «πιθίτης κομήτης» ο πιθίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθος «πιθάρι» + επίθημα ίτης (πρβλ. σελην ίτης)] … Dictionary of Greek
πιθαμφορέας — ο, Ν αρχαιολ. τύπος αγγείου που χρησιμοποιήθηκε συχνά στη μινωική Κρήτη ως αποθηκευτικός χώρος, συνδύαζε τον τύπο τού αμφορέα με λαβές, λαιμό και μέγεθος πίθου, είχε συνήθως τρεις λαβές και γι αυτό ονομαζόταν τρίωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθος «πιθάρι» … Dictionary of Greek
πιθόμορφος — η, ο, Ν αυτός που έχει μορφή πίθου, που μοιάζει με πιθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθος «πιθάρι» + μορφος (< μορφή)] … Dictionary of Greek
σκεδάννυμι — και σκεδαννύω ΜΑ 1. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», Ομ. Ιλ. β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) διαλύω (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι...… … Dictionary of Greek